- χαλαζώδης
- -ῶδες, Α [χάλαζα]1. όμοιος με χαλάζι (α. «χαλαζώδης πάγος», Πλούτ.β. «χαλαζώδη σπέρματα», Αριστοτ.)2. αυτός που συνοδεύεται από χαλάζι, που φέρνει χαλάζι («χαλαζώδης ἄνεμος», Αριστοτ.)3. γεμάτος ρόζους, κόμπους4. (για χοίρο) αυτός που έχει προσβληθεί από χάλαζα.
Dictionary of Greek. 2013.